υμνογραφικός

υμνογραφικός
-ή, -ό, Ν [υμνογράφος]
ο σχετικός με τον υμνογράφο ή με την υμνογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υμνογραφικός — ή, ό που έχει σχέση με την υμνογραφία ή τον υμνογράφο (βλ. λλ.): Υμνογραφική τεχνική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”